- κοῦρον
- κόρος 2boymasc acc sg (epic ionic)κοῦροςboymasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεόφρων — θεόφρων, ον (AM) αυτός που έχει θείο φρόνημα, ο ευσεβής («τίκτε θεόφρονα κοῡρον», Πίνδ.). επίρρ... θεοφρόνως (AM) με τη θεία φρόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φρων (< φρην), πρβλ. ά φρων, παρά φρων] … Dictionary of Greek
κούρος — Μαρμάρινο αναθηματικό ή επιτύμβιο άγαλμα της μνημειακής ελληνικής αρχαϊκής πλαστικής, που απεικονίζει νέους σε όρθιο γυμνό. Ο εικαστικός τύπος του κ., εμπνευσμένος από αιγυπτιακά πρότυπα, εμφανίζεται όρθιος, μετωπικός, με φαρδείς ώμους, λεπτή… … Dictionary of Greek
κυανός — ή ό και κυανούς, ή, ούν (AM κυανοῡς, ή, οῡν και κυάνεος, έα, ον) νεοελλ. 1. αυτός που έχει το χρώμα τού ουρανού, ουρανής, θαλασσής, γαλάζιος 2. το ουδ. ως ουσ. το κυανό ή κυανούν α) το χρώμα τού ουρανού, γαλάζιο β) χρωστική ουσία με βαθυγάλανο… … Dictionary of Greek
κόρος — (I) ο (ΑM κόρος) 1. πλησμονή, υπερπλήρωση («κόρον ἔχουσ ἐμῶν κακῶν», Ευρ.) 2. κορεσμός, χορτασμός («πάντων μὲν κόρος ἐστὶ καὶ ὕπνου καὶ φιλότητος», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. το αίσθημα που ακολουθεί την πλήρη ικανοποίηση τών ενστίκτων 2. φρ. «κατά… … Dictionary of Greek
πρασόκουρον — τὸ, Α 1. δρεπάνι με το οποίο έκοβαν τα πράσα 2. ως επίθ. φρ. «δρέπανα πρασόκουρα» δρεπάνια με τα οποία κόβονται τα πράσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πράσον + κουρον (< κουρά)] … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
Αδίγης — (Adige). Ποταμός (360 χλμ.) της βόρειας Ιταλίας. Στα ιταλικά προφέρεται Άντιτζε. Εκβάλλει στην Αδριατική, είναι o δεύτερος σε μήκος ποταμός μετά τον Πάδο και έχει λεκάνη συλλογής υδάτων 12.200 τ. χλμ. Πηγάζει από ύψος 1.571 μ. κοντά στη διάβαση… … Dictionary of Greek
Χάβρη — (Le Havre). Πόλη (199.388 κάτ.) της βόρειας Γαλλίας, στον νομό Σεν Μαριτίμ. Βρίσκεται στο άκρο του ποταμόκολπου του Σηκουάνα και είναι το κυριότερο γαλλικό λιμάνι στη Μάγχη και το δεύτερο της χώρας μετά τη Μασσαλία. Η πόλη, που την ίδρυσε το 1516 … Dictionary of Greek
(s)ker-4, (s)kerǝ-, (s)krē- — (s)ker 4, (s)kerǝ , (s)krē English meaning: to cut Deutsche Übersetzung: ‘schneiden” Material: I. A. O.Ind. ava , apa skara “Exkremente (Ausscheidung)”; kr̥ṇüti, kr̥ṇōti “verletzt, slays “ (lex.), utkīrṇ a “ausgeschnitten,… … Proto-Indo-European etymological dictionary